σχολικούς

σχολικούς
σχολικός
scholastic
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αθλοθετώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω βραβεία σε αγώνες: Στους φετινούς σχολικούς αγώνες τα βραβεία αθλοθέτησε το υπουργείο Παιδείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”